ελαιοχρωμία

ελαιοχρωμία
η масляная краска

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ελαιοχρωμία" в других словарях:

  • ελαιοχρωμία — η ελαιογραφία, η χρησιμοποίηση λαδομπογιάς για ζωγραφική ή βαφή …   Dictionary of Greek

  • ελαιοχρωμία — η 1. το ελαιόχρωμα. 2. η ελαιογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελαιοχρωμικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην ελαιοχρωμία ο κατασκευασμένος με ελαιοχρώματα («ελαιοχρωμικός πίνακας») …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»